Η ιστορία της περιοχής

Έπος του ?40

Η περιοχή του Καλπακίου και της Βελλάς έμελλε να αποτελέσει το θέατρο σφοδρών πολεμικών επιχειρήσεων από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.

Ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου η ιταμή ιταλική εισβολή στο ελληνικό έδαφος ξεκινά από πολλές μεριές μαζί: Από τη Μέρτζανη προς το Χάνι Μπουραζάνι, από τους Δρυμάδες προς το Δελβινάκι, από την Κακαβιά προς το Χάνι Δελβινάκι, από την Κανίσπολη προς τους Φιλιάτες.

Η Ελλάδα, στην αριθμητική και υλική υπεροχή του εχθρού αντιτάσσει το υψηλό φρόνημα και την ομοψυχία των πολιτών της.

Στο επίκεντρο, λοιπόν, της ιταλικής επιθέσεως βρέθηκε η Ήπειρος και η Πίνδος. Εκεί τάχθηκαν για να φράξουν το δρόμο στον εισβολέα η VIII Μεραρχία του στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου και το Απόσπασμα Πίνδου υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη. Ο Κατσιμήτρος διήδε ότι το ισχυρότερο σημείο του μετώπου βρισκόταν στη φυσική στενωπό του Καλπακίου (Ελαία). Άλλωστε, το Καλπάκι ήταν η κυριότερη δίοδος προς τα Γιάννενα. Εκεί θα συγκέντρωνε τον κύριο όγκο των δυνάμεων και εκεί θα έδινε την αποφασιστική μάχη.

Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου τα ιταλικά αεροπλάνα εξαπέλυσαν πολλαπλά κύματα επιθέσεως, βομβαρδίζοντας ακόμη και τα Γιάννενα με θύματα πολλούς αμάχους. Επιτίθενται με μεγάλες δυνάμεις στο Καλπάκι, αλλά καθηλώνονται από το ελληνικό πυροβολικό και πεζικό. Ωστόσο, με τη βοήθεια ενός τάγματος Αλβανών κατέλαβαν το ύψωμα της Γκραμπάλας, το οποίο είχε στρατηγική σημασία για την έκβαση των επιχειρήσεων. Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας η Γκραμπάλα ανακαταλήφθηκε από τους Έλληνες. Έμελλε να αλλάξει χέρια πολλές φορές μέχρι να λήξει η μάχη.

Στις 3 Νοεμβρίου εχθρική φάλαγγα αρμάτων μάχης οδεύει από τα Δολιανά προς το Καλπάκι. Πλησιάζοντας τα ιταλικά άρματα σε απόσταση βολής τους ταμπουρωμένους Έλληνες, δέχονται τις πρώτες ομοβροντίες των ελληνικών πυροβόλων που τα αιφνιδιάζουν.

Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, αν και οι επιθέσεις αρμάτων και πεζικού εναντίον του Καλπακίου συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, δεν έκαμψαν την αντίσταση των Ελλήνων στρατιωτών. Στις 9 Νοεμβρίου η ηγεσία του ιταλικού στρατού εισβολής αντελήφθη επιτέλους ότι το μέτωπο της Ηπείρου δεν σπάει.

Στο διάστημα που ακολούθησε, ο στρατός μας κατάφερε όχι μόνο να εκδιώξει τον εισβολέα από τα σύνορά μας, αλλά άρχισε να προελαύνει μέσα στο αλβανικό έδαφος και να καταλαμβάνει τη μία πόλη μετά την άλλη: Κορυτσά (22 Νοεμβρίου), Πόγραδετς (30 Νοεμβρίου), Πρεμετή (3 Δεκεμβρίου), Άγιοι Σαράντα (6 Δεκεμβρίου), Αργυρόκαστρο (8 Δεκεμβρίου), Χιμάρα (22 Δεκεμβρίου), Κλεισούρα (10 Ιανουαρίου 1941).

Η δύναμη και το πάθος του ελληνικού στρατού συνέθεσαν μία από τις μεγαλειωδέστερες στιγμές του έθνους μας.

Τιμή και δόξα ανήκει στους αθάνατους ήρωες του έπους του ?40!

Βοηθήματα:
– Ελληνική εποποιΐα 1940 ? 1941, Άγγελου Τερζάκη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε.
– pheidias.antibaro.gr/1940/Zaousis-1940-Kalpaki.doc
– http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=83&artid=150787&dt=20/04/2003

Άγιος Αυξέντιος εκ χώρας Βελλάς

AgiosAuxentios

Γεννήθηκε στην επαρχία Βελλάς των Ιωαννίνων το 1690, από γονείς ευσεβείς. Νεαρός ακόμα, πήγε στην Κων/πολη και δούλευε την τέχνη των γουναράδων στο χάνι, το λεγόμενο Μαχμούτ-Πασά. Αργότερα όμως, επεθύμησε τέρψεις και ηδονές, εγκατέλειψε την τέχνη του και προσλήφθηκε στα βασιλικά καράβια, όπου ξεφάντωνε με τους Τούρκους φίλους του. Αυτοί οι φίλοι του όμως, τον συκοφάντησαν ότι αρνήθηκε τον Χριστό και ομολόγησε τη θρησκεία τους. Φοβισμένος ο Αυξέντιος εγκατέλειψε τα καράβια και αφού αγόρασε μια βάρκα, έκανε τον βαρκάρη. Μετανιωμένος όμως για τα προηγούμενα σφάλματα του, θέλησε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Τυχαία τότε, συνάντησε τον Σύγκελλο της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταμηνό και εξομολογήθηκε τον πόθο του. Αργότερα, τον συνάντησαν στο δρόμο ναυτικοί του στόλου, τον αναγνώρισαν και τον οδήγησαν στον κριτή. Στο κριτήριο ο Αυξέντιος, παρά τα σκληρά βασανιστήρια, ομολόγησε πώς είναι χριστιανός. Έτσι τον φυλάκισαν στο Πασά ? Καπισί. Στη φυλακή αυτή, ο Σύγκελλος Γρηγόριος τον επισκέφθηκε και τον ενθάρρυνε να σταθεί ανδρείος μπροστά στους άπιστους. Ανακρινόμενος και πάλι ο Αυξέντιος επέμενε λέγοντας: «Εγώ χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θέλω ν? αποθάνω». Τότε τον καταδίκασαν σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Τον αποκεφάλισαν στις 25 Ιανουαρίου 1720 στην Κων/πολη. Ή κάρα του Άγιου σώζεται στη Μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.

Πηγή: http://www.pigizois.net/sinaxaristis/01/25_01.htm

Επισκοπή/μητρόπολη Βελλάς

Η επισκοπή Βελλάς συστήθηκε πιθανότατα κατά τον X αιώνα, αλλά άγνωστο το πότε ακριβώς. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η Βελλά, ύστερα από τη συνύπαρξη με την επισκοπή Φωτικής, την οποία και διαδέχθηκε, υπαγόταν στη μητρόπολη Νικοπόλεως μέχρι το 929. Από το 930 μέχρι το 1295 υπαγόταν στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Ναυπάκτου. Άλλωστε, η μητρόπολη Ναυπάκτου διοικεί εκκλησιαστικά ολόκληρη την Ήπειρο την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου, δηλαδή την περίοδο 1204-1295.

Η Ναύπακτος όμως από το 1295 κατακτήθηκε από τους Ενετούς και Λατίνος μητροπολίτης αντικατέστησε τον Ορθόδοξο. Η Βελλά τότε μαζί με τις άλλες επισκοπές της Ηπείρου μεταφέρεται στην κυριαρχία της μέχρι τότε επισκοπής Ιωαννίνων, που προάγεται σε μητρόπολη το 1319. Η Βελλά παραμένει στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Ιωαννίνων επί αιώνες, μέχρι το έτος 1834. Το έτος αυτό στην επισκοπή Βελλάς και Κονίτσης ενώνεται η Πωγωνιανή, συγκροτώντας τη μητρόπολη Βελλάς, Πωγωνιανής και Κονίτσης, η οποία όμως διατηρείται μόνο 8 έτη. Το 1842 η μητρόπολη Βελλάς και Κονίτσης αποσπάται από την Πωγωνιανή και ενώνεται με τη μητρόπολη Ιωαννίνων υπό τον τίτλο Ιωαννίνων και Βελλάς. 21 χρόνια αργότερα διαλύθηκε η ένωση της επαρχίας Βελλάς με την επαρχία Ιωαννίνων και επανασυστάθηκε η Επισκοπή Βελλάς, η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη Ιωαννίνων. Το 1895 η επισκοπή Βελλάς και Κονίτσης προήχθη σε μητρόπολη με την προσωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Βελλάς και Κονίτσης» και ήταν εξαρτώμενη απευθείας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο δε μητροπολίτης αυτής έφερε τον τίτλο «Βελλάς και Κονίτσης, υπέρτιμος και έξαρχος Βορείου Ηπείρου».

Το 1936 η εν λόγω μητρόπολη ? κατόπιν αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ? συγχωνεύθηκε μετά της Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης με έδρα το Δελβινάκι και αφαιρέθηκε ο τίτλος Βελλάς. Καταργήθηκε, λοιπόν, οριστικά η ιστορική επισκοπή και μητρόπολη της Βελλάς μετά από μια διαδρομή χιλίων περίπου χρόνων (904-1936).

Έκτοτε, η μονή Βελλάς και τα γύρω αυτής χωριά υπήχθησαν στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Ιωαννίνων.

Βοηθήματα:
– Η Βελλά της Ηπείρου: Η μεσαιωνική πόλη, η επισκοπή και οι ι. μονές της, Αλεξάνδρου Κορακίδη, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα ? Γιάννινα 1998
– Η ιστορία των τοπικών εκκλησιών της Ηπείρου, τόμος Α?, Φωτίου Οικονόμου, Αθήνα 1974

Η μεσαιωνική πόλη Βελλά

Χτισμένη υψηλότερα από το υπερκείμενο βουνό, πίσω από τη θέση της ιεράς μονής Βελλάς, η ομώνυμη βυζαντινή πόλη έχει στα πόδια της εύφορη πεδιάδα, που βρέχεται από τον ποταμό Καλαμά (αρχ. Θύαμιν).Τοποθετείται στο μεταίχμιο των επαρχιών Κουρέντων, Ζαγορίου και Πωγωνίου και είναι κοντά στο σημερινό Καλπάκι, 35 χιλιόμετρα ΒΔ των Ιωαννίνων.

Για πρώτη φορά το όνομα αυτής εμφανίζεται σε σημειώσεις του Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261-1828). Παραδόσεις για το όνομα της Βελλάς και την προέλευσή του υπάρχουν πολλές.

1) Βελλά σημαίνει λευκή, φωτεινή (πόλη), όνομα που παραπέμπει στην αρχαία Φωτική. Ο Πουκεβίλ μάλιστα ταύτιζε τις δύο πόλεις, αλλά απεδείχθη ότι η Φωτική βρίσκονταν στην τοποθεσία «Λιμπόνι», 4 χιλιόμετρα ΒΔ της Παραμυθιάς.

2) Βελλά είναι η αρχαία Έλλα με προσθήκη του δίγαμα (Fέλλα), επί της οποίας βρισκόταν το μαντείο της Δωδώνης.

3) Το όνομά της προέρχεται από το ιταλικό Bella (μετάφραση: Ωραία), που εξηγεί την ονομασία του φρουρίου της Βελλάς ως κάστρο της Ωρηάς (ωραίας).

4) Κτήτορας ή καλλοπιστής της υπήρξε ίσως σλάβος ηγεμόνας ονομαζόμενος Βελλάς, δίνοντας το όνομά του στην πόλη.

Η Βελλά δεν υφίσταται ως πόλη ούτε αναφέρεται ως επισκοπή πριν από τον VIII αιώνα.

Η ύδρευση της πόλεως γινόταν από το άφθονο νερό της πηγής Λουτρό που ρέει μέχρι και σήμερα κάτω από την ιερά μονή Βελλάς. Χάρη στα νερά της πηγής διατηρούνταν υδρόμυλοι για το άλεσμα σιτηρών, διάφορα μαντάνια, νεροτριβές και εκτροφεία πέστροφας.

Πριν από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1267), αλλά και μετά απ? αυτό, η πόλη της Βελλάς γνώρισε περίοδο ακμής. Σύμφωνα με τον Π. Αραβαντινό, όταν καταστρεφόταν ολοκληρωτικά η Φωτική από τους Βουλγάρους το 1235, η πόλη της Βελλάς σημείωσε τη μέγιστη ακμή της και παρουσίαζε τις προϋποθέσεις για τη μεταφορά της επισκοπικής έδρας σ? αυτήν. Είχε, άλλωστε, αναπτύξει και πολύ αξιόλογη μοναστική ζωή γύρω της.

Τα δύσκολα χρόνια αρχίζουν τον XIV αιώνα. Αν και σύμφωνα με το «Χρονικό των Ιωαννίνων» του Λ. Βρανούση, η Βελλά ήταν «μεγάλη και περίφημος», στα 1380 ο εξισλαμισμένος Αλβανός Ισαήμ (σαχίν), φύλαρχος του Πωγωνίου, κατέβαλε το κάστρο της (Καστρί). Απαλλάχτηκε όμως σύντομα η πόλη από τους Τούρκους και επανήλθε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η ολοκληρωτική καταστροφή της Βελλάς συντελέστηκε το έτος 1458 από τον Σουλτάνο Μουράτ. Στην περίοδο της επαναστάσεως του Διονυσίου φιλοσόφου («σκυλοσόφου») το 1611 εντείνεται η τρομοκρατία των Αλβανών στην Ήπειρο και ιδιαίτερα στην επαρχία της Βελλάς. Σύμφωνα με τον κώδικα του Δελβίνου, το 1655 αυξήθηκαν οι εξισλαμισμοί στην περιφέρεια Βελλάς, Κονίτσης και Πωγωνίου. Το 1695 ο μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος αποκαλεί τη Βελλά στη Γεωγραφία του ως «κώμην» πια και όχι ως πόλη.

Η κώμη της Βελλάς κατοικήθηκε μέχρι και το τέλος του XVIII αιώνα, οπότε άρχισε να ερημώνεται σταδιακά και εγκαταλείφθηκε οριστικά από τους ελάχιστους κατοίκους της στις αρχές του XIX αιώνα, όταν μετακινήθηκαν όλοι στα χωριά του δυτικού Ζαγορίου, στα Άνω Πεδινά και την Κέρκυρα. Από νωρίτερα, στα χρόνια του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180) παρατηρήθηκαν μεταναστεύσεις κατοίκων της Βελλάς προς την Πελοπόννησο, συγκροτώντας μάλιστα Επισκοπή στην περιοχή του παλαιού δήμου Φελλόης των Καλαβρύτων.

Σήμερα δε σώζονται παρά μόνο σωροί λίθων στη θέση «Παλιοβελλά», σε μικρή απόσταση από τη Σχολή Βελλάς (πρώην Ιεροδιδασκαλείο). Κάπως περισσότερα είναι τα ερείπια του φρουρίου της Βελλάς, γνωστό με την επωνυμία «Καστρί».

Βοηθήματα:
– Η Βελλά της Ηπείρου: Η μεσαιωνική πόλη, η επισκοπή και οι ι. μονές της, Αλεξάνδρου Κορακίδη, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα ? Γιάννινα 1998
– Η ιστορία των τοπικών εκκλησιών της Ηπείρου, τόμος Α?, Φωτίου Οικονόμου, Αθήνα 1974

Κορυφή